- βόσκηση
- η (AM βόσκησις) [βόσκω]το να βόσκει κανείς χορτοφάγα ζώα ή το να βόσκουν (μόνα τους)νεοελλ.βοσκότοπος, λιβάδι.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
βόσκηση — η το βόσκημα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
αλωπέκουρος — (alopecurus). Γένος ποωδών, μονοετών ή πολυετών φυτών της οικογένειας των αγρωστωδών, ιθαγενών των εύκρατων περιοχών. Στο γένος αυτό ανήκουν χρήσιμα για βόσκηση φυτά, αλλά και ενοχλητικά ζιζάνια. Έχουν στρογγυλή και επιμήκη ταξιανθία που μοιάζει… … Dictionary of Greek
βοσκή — η (AM βοσκή) [βόσκω] 1. χορτάρι, νομή 2. βοσκότοπος, λιβάδι μσν. νεοελλ. 1. κοπάδι 2. βόσκηση … Dictionary of Greek
βόσκημα — το (AM βόσκημα) [βόσκω] 1. ζώο που βόσκει, χορτοφάγο, εξημερωμένο ζώο νεοελλ. η βόσκηση αρχ. η νομή, η τροφή … Dictionary of Greek
βόσκω — (AM βόσκω) Ι. 1. οδηγώ ζώα στη βοσκή και τα επιτηρώ 2. (για ζώα) τρώω χορτάρι, τρέφομαι 3. (γενικά) τρώω, τρέφομαι 4. διατρέφω, συντηρώ νεοελλ. 1. περιφέρομαι άσκοπα («πού βόσκεις;») 2. αφαιρούμαι, χαζεύω («πού βόσκει ο νους σου;») ΙΙ. βόσκομαι… … Dictionary of Greek
επιβόσκησις — ἐπιβόσκησις, η (Α) [επιβόσκομαι] βόσκηση σ έναν τόπο … Dictionary of Greek
κουρά — I (Kura). Ποταμός (1.530 χλμ.) της νοτιοδυτικής Ασίας, που διαρρέει την Τουρκία, τη Γεωργία και το Αζερμπαϊτζάν. Πηγάζει από τα όρη Κισιριντάγι στη βορειοανατολική Τουρκία, και εκβάλλει στην Κασπία θάλασσα, νότια του Μπακού. Έχει έκταση λεκάνης… … Dictionary of Greek
λαθροβοσκή — η η βόσκηση σε απαγορευμένο τόπο χωρίς άδεια τής δασικής υπηρεσίας, λαθραία βοσκή. [ΕΤΥΜΟΛ. < λαθρ(ο) * + βοσκή] … Dictionary of Greek
ποιμνιοβοσκή — η, Ν 1. νομή, βόσκηση ποιμνίων 2. τόπος κατάλληλος για τη νομή ποιμνίων 3. φρ. «αδίκημα ποιμνιοβοσκής» (νομ.) το αδίκημα τής βλάβης που προκαλείται σε αγροτικό κτήμα από ποίμνιο το οποίο δεν ανήκει στον κάτοχο τού κτήματος αλλά σε άλλον. [ΕΤΥΜΟΛ … Dictionary of Greek
προβόσκηση — η, Ν (φυτοπαθ.) οι σύντομες διερευνητικές ή δοκιμαστικές διεισδύσεις τού στιλέτου τών αφίδων στα επιφανειακά κύτταρα τού φυτού, σε αντιδιαστολή με τη βόσκηση, οπότε το στιλέτο φθάνει ώς τους αγγειώδεις ιστούς … Dictionary of Greek